σχώριο

σχώριο
το, Ν
βλ. συχώριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συχώριο — συχώριο, το και σχώριο, το 1. συγνώμη. 2. συγχώρηση νεκρού: Μοίρασε κόλλυβα για σχώριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συχώριο — και συ(γ)χώριο και σχώριο, το, και σ(υ)χώρια, η, Ν 1. συγχώρηση 2. φρ. α) «συχώριο νά χουν τα πεθαμένα σου» i) έκφραση επαιτείας ii) έκφραση επιδοκιμασίας ενέργειας β) «μπουκιά και συχώριο» βλ. μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”